κανθαρίδα

κανθαρίδα
(Lytta vescicatoria). Κολεόπτερο έντομο της οικογένειας των μηλοϊδών. Ζει σε πολυάριθμες ομάδες, κατοικώντας κυρίως σε μελιές, κουφοξυλιές και άλλα φυτά, τρεφόμενο από το φύλλωμά τους. Το σώμα του είναι επίμηκες (γύρω στα 20 χιλιοστά) και καλύπτεται από πράσινα γυαλιστερά έλυτρα με γαλάζιες και χρυσές ανταύγειες. Οι κ. συλλέγονται, αποξηραίνονται και μετατρέπονται σε σκόνη, γιατί περιέχουν μία ουσία που λέγεται κανθαριδίνη (C10H12O4), η οποία χρησιμοποιείται στην ιατρική σε μορφή σκόνης ή βάμματος ως επισπαστικό και διουρητικό φάρμακο. Παλαιότερα η κανθαριδίνη είχε φήμη ως αφροδισιακό. Η κανθαρίδα είναι κολεόπτερο έντομο από το οποίο παράγεται η κανθαριδίνη, ουσία που χρησιμοποιείται στην ιατρική ως επισπαστικό και διουρητικό φάρμακο.
* * *
η (Α κανθαρίς)
ζωολ. λόγια ονομασία τού είδους Lytta vesicatoria
αρχ.
1. έντομο επιβλαβές στα σιτηρά και τα οπωρικά
2. είδος θαλάσσιου ψαριού
3. σκαθάρι, κάνθαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάνθαρος + κατάλ. -ίδα (< -ίς), πρβλ. ενυδρ-ίδα, σφυρ-ίδα. Από το κανθαρίς προήλθε και το κατσαρίδα*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κανθαρίδα — κανθαρίς beetle fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… …   Dictionary of Greek

  • τσιτακισμός — ο η μεταβολή συμφώνου (του τ, σ, νθ, σκ, κτ, σθ, στ, σσ, ψ, ξ και κυρίως του κ) σε τσ μπροστά από τα φωνήεντα ι και ε, π.χ. στις λέξεις: Κόσσυφος κότσυφας, ατάσθαλος άτσαλος, κανθαρίδα κατσαρίδα, κύριος τσύριος, και τσαι κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”